Συνώνυμα Αντώνυμα από Α

Συνώνυμα Αντώνυμα από Α

Τράπεζα Συνωνύμων – Αντωνύμων

Α

αβελτηρία = ανοησία , βλακεία
αβέλτερος = ανόητος , βλάκας
αβυσσώδης = απύθμενος , απέραντος , αχανής
αγλαός = λαμπρός , φωτεινός , ένδοξος
αγοραίος = χυδαίος , πρόστυχος αντ. κόσμιος
άγρα = κυνήγι , θήραμα
αγροίκος = άξεστος , τραχύς , ακαλλιέργητος , απολίτιστος
αγχίνους = έξυπνος , οξύνους , εύστροφος
αδαημοσύνη = άγνοια , αμάθεια
αδαής = αυτός που αγνοεί , αμαθής , άπειρος
αδέκαστος = αδωροδόκητος , αδιάφθορος , αμερόληπτος αντ. διεφθαρμένος , φαύλος
άδηλος = ασαφής , αβέβαιος
αδημονία = αγωνία , ανησυχία , ανυπομονησία
αδημονώ = αγωνιώ , ανησυχώ , ανυπομονώ
αδήριτος = ακαταμάχητος , αδιαφιλονίκητος
αδηφάγος = λαίμαργος , αχόρταγος , άπληστος
αδιάβλητος = αυτός που δεν επιδέχεται διαβολή , ο άμεμπτος , ο αψεγάδιαστος αντ. διαβλητός
αδιάλειπτος = αδιάκοπος , συνεχής , ασταμάτητος
αδιάλλακτος = ασυμβίβαστος , ασυμφιλίωτος , ανυποχώρητος , ανένδοτος
αδιαλλαξία = ισχυρογνωμοσύνη , φανατισμός
αδιάντροπος = αισχρός , αναιδής , αναίσχυντος, ανεπαίσχυντος , ασύστολος αντ. σεμνός
αδιάρθρωτος = ασυναρμολόγητος , ασύνδετος
αδιάσειστος = ατράνταχτος , ακλόνητος , σταθερός αντ. αμφιλεγόμενος
αδιάφθορος = καθαρός , αγνός , αδωροδόκητος , αδέκαστος
αδιαφιλονίκητος = αδιαμφισβήτητος , αναμφίβολος , σιγουρος , βέβαιος , αδιεκδίκητος
αδιαφθορία = αμέλεια , απάθεια , αμεριμνησία , αναισθησία , αταραξία , στωικότητα , ψυχρότητα αντ. ευαισθησία
αδιάφορος = αναίσθητος , απαθής , ασυγκίνητος , αμέριμνος , ατάραχος , στωικός , φλεγματικός
αδόκητος = απρόσμενος , ξαφνικός , απροσδόκητος αντ. αναμενόμενος
αδράνεια = νωθρότητα , οκνηρία αντ. δραστηριοποίηση
αδρός = έντονος , τραχύς , σκληρός
αδυσώπητος = σκληρός , ανελέητος
αεικίνητος = δραστήριος , ακαταπόνητος , ακούραστος αντ. οκνηρός
αέναος = αιώνιος , ανεξάντλητος , ασταμάτητος , αστείρευτος αντ. πρόσκαιρος
αθέμιτος = άνομος , ανήθικος , ανεπίτρεπτος
αθεράπευτα = αγιάτρευτα , αδιόρθωτα , ανεπανόρθωτα
αθετώ = παραβαίνω , καταπατώ / αναιρώ το νόμο , μια υπόσχεση
αθρόος = μαζικός , συλλογικός , ομαδικός αντ. ατομικός , περιορισμένος
αθυροστομία = αναίδεια , ακατάσχετη φλυαρία , αυθάδεια
αθυρόστομος = αναιδής , αυθάδης , βωμολόχος , φλύαρος
αίγλη = ακτινοβολία , λάμψη , λαμπρότητα , μεγαλοπρέπεια , φήμη
αιθεροβάμων = αιθεροβάτης , φαντασιόπληκτός , ουτοπιστής αντ. ρεαλιστής
αιμοδιψής = αιμοβόρος , αιμοχαρής , κακούργος , σκληρός αντ. αγαθός
αίρω = σηκώνω , καταργώ , παραμερίζω , απομακρύνω
άκαμπτος = αλύγιστος , ανένδοτος , ανυποχώρητος
ακανθώδης = δύσκολος , περίπλοκος , επώδυνος
ακατανόητος = ακούραστός , ακαταμάχητος , ακατάβλητος
ακατάσχετος = ασυγκράτητος , ορμητικός
ακατόρθωτος = αδύνατος , ανέφικτος , απραγματοποίητος , δυσεκπλήρωτός , δυσεπίτευκτος , απρόσιτος
ακλόνητος = αδιάσειστος , σταθερός , ασάλευτος αντ. ασταθής
ακμαίος = σφριγηλός , δυνατός , θαλαρός αντ. άτονος , ασθενικός
ακολασία = αποχαλίνωση , ασέλγεια , έκλυση , κραιπάλη , ανηθικότητα , αμοραλισμός
ακόλαστος = ασελγής , έκλυτος , αχαλίνωτός , έκφυλος , ανήθικος , αμοραλιστής
ακούραστος = αεικίνητος , ακατάβλητός , άοκνος , δραστήριος , ενεργητικός , επιμελής , εργατικός
ακριτομυθία = απερίσκεπτη φλυαρία , επιπόλαιη συζήτηση αντ. μυστικότητα
άκριτος = αδίκαστός , απερίσκεπτος , επιπόλαιος αντ. συνετός
αλκή = ευρωστία , ανδρεία , θάρρος
αλλεπάλληλος = εναλλασσσόμενος , συνεχής , διαδοχικός
αλληλουχία = συνέχεια , χρονική ακολουθία , συνοχή , σύνδεση αντ. ανακολουθία
αλλοίωση = μεταβολή , παραποίηση , αποσύνθεση
αλλοπρόσαλλος = ασταθής , ευμετάβλητός , άστατος
αλόγιστος = απερίσκεπτος , ανόητος , ασυλλόγιστός
αλυσιτελής = ανωφελής , επιζήμιος αντ. χρήσιμος
αλώβητος = άβλαβος , αζημίωτος
αλώνω = κυριεύω , καταλαμβάνω
αμαυρώνω = κηλιδώνω , δυσφημίζω , θαμπώνω , εξευτελίζω αντ. δοξάζω
αμείλικτος = σκληρός , αδυσώπητος , ανελέητος , άκαμπτος
άμεμπτος = άψογος , ανεπίληπτος αντ. φαύλος
αμερόληπτος = αδέκαστός , αδιάφθορος , αδωροδόκητος , ακέραιος , αντικειμενικός
αμεροληψία = αντικειμενικότητα , ευθυκρισία , δικαιοκρισία
αμετάβλητος = αναλλοίωτος , σταθερός
αμετάθετος = αμετακίνητος , σταθερός
αμοραλισμός = ανηθικότητα
αμύντορας = υπερασπιστής , αρωγός , εκδικητής
αμφιβολία = αβεβαιότητα , δισταγμός , δυσπιστία , ενδοιασμός , σκεπτικισμός , αμφιταλάντευση αντ. σιγουριά
αμφιλογία = φιλονικία , αμφισβήτηση
αμφιρρεπής = αμφίρροπος , διστακτικός
άμωμος = άμμεπτός , αψεγάδιαστος , αγνός
αναβαθμίζω = εξυψώνω , βελτιώνω , προάγω αντ. υποβαθμίζω
αναβάθμιση = εξύψωση , βελτίωση
αναδασμός = ξαναμοίρασμα , ανακατανομή
αναδεικνύομαι = ανακηρύσσομαι , αναγορεύομαι , διακρίνομαι , προβάλλομαι
ανάδειξη = διάκριση , ανακήρυξη , αναγόρευση
αναδιπλώνομαι = συσπειρώνομαι , συμπτύσσομαι
αναδίπλωση = συσπείρωση , σύμπτυξη αντ. ανάπτυξη
αναδίφηση = αναζήτηση , έρευνα
αναδιφώ = αναζητώ , διερευνώ , μελετώ
αναδόμηση = ανασχηματίζω , αναδιαρθρώνω
αναζωπύρωση = αναθέρμανση , αναζωογόνηση , τόνωση , ανανέωση
αναθερμαίνω = αναζωπυρώνω , αναζωογοννώ, αναγεννώ
αναθέρμανση = αναζωπύρωση , αναζωογόννηση
αναθεωρώ = επανεξετάζω , τροποποιώ , επανατοποθετούμαι
αναιρώ = ανατρέπω , ακυρώνω , καταργώ , ανασκευάζω , διαψεύδω αντ. τηρώ , σέβομαι
αναισχυντία = αδιαντροπιά , αναίδεια , θρασύτητα
αναίσχυντος = αναιδής , θρασύς , αδιάντροπος αντ. σεμνός
ανάκαμψη = στροφή , κάμψη , επιστροφή , επάνοδος
ανακόπτω = αναχαιτίζω , συγκρατώ , εμποδίζω , απωθώ αντ. συνεχίζω
ανακρούω = αποκρούω , απωθώ , αναχαιτίζω
αναλγησία = σκληρότητα , αδιαφορία , αναισθησία , απονιά αντ. συμπόνια
ανάλγητος = αναίσθητος , αδιάφορος , ασυγκίνητος , ανελέητος
αναμοχλεύω = αναζωπυρώνω , υποδαυλίζω , υποκινώ αντ. κατευνάζω
αναμφίλεκτα = αναμφισβήτητα , αναντίρρητα
αναξιοπρέπεια = ευτέλεια , μικροπρέπεια , ποταπότητα
αναπάντεχος = απροσδόκητος , απρόβλεπτος
ανάπλαση = αναμόρφωση , αναδημιουργία , ανανέωση , ανασχηματισμός
αναπόδραστος = αναπόφευκτος , αναπότρεπτος , αναγκαστικός , υποχρεωτικός
αναπτερώνω = τονώνω , ενθαρρύνω , εμψυχώνω , ενισχύω αντ. αποθαρρύνω
αναπτέρωση = εμψύχωση , ενθάρρυνση , ενίσχυση
ανάρμοστος = αταίριαστος , απρεπής , άξεστος , ακατάλληλος
ανασκευάζω = ανατρέπω , αναιρώ ( επιχείρημα / κατηγορία κ.ά.), διευθετώ αντ. τεκμηριώνω
αναστέλλω = διακόπτω , καταργώ , ακυρώνω , περιορίζω , ανακόπτω αντ. συνεχίζω
αναστολή = σταμάτημα , αναβολή , περιορισμός
αναστρέψιμος = αντιστρέψιμος , αντιστρεπτός αντ. αμετάβλητος
ανασυγκρότηση = ανασύνταξη , αναδιοργάνωση , ανασύνθεση αντ. αποδόμηση
ανασυγκροτώ = αναδιοργανώνω , ανασυντάσσω , ανασυνθέτω , ανασχηματίζω, αναδιαρθρώνω
ανασύνθεση = ανασχηματισμός , ανασυγκρότηση
ανασυνθέτω = ανασυγκροτώ , αναδιοργανώνω
ανασύσταση = επανίδρυση , ανασυγκρότηση , ανασύνθεση
ανάσχεση = συγκράτηση , αναχαίτηση , καρτερία , εγκαρτέρηση αντ. ενίσχυση
ανασχετικός = ανεκτικός , υπομονετικός , καρτερικός
ανασχηματίζω = αναδιαμορφώνω , ανασυγκροτώ αντ. καταστρέφω
ανασχηματισμός = ανασυγκρότητση , ανασύσταση
ανάταση = ανύψωση , ένταση , έξαρση , επίταση
αναφανδόν = ολοφάνερα , απροκάλυπτα , ανενδοίαστα , ανεπιφύλαχτα αντ. κρυφά
αναχαιτίζω = συγκρατώ , παρακωλύω , ανακόπτω
αναχαίτηση = συγκράτηση , παρακώλυση , ανάσχεση
ανεδαφικά = αβάσιμα , αστήρικτα , ανυπόστατα , ανέφικτα αντ. ρεαλιστικά
ανεδαφικός = αβάσιμος , αστήρικτος , ανυπόστατος
ανειλημμένος = τελεσίδικος , οριστικός
ανείπωτος = απερίγραπτος , άφατος , άρρητος
ανεκτικότητα = ανοχή , υπομονή , καρτερικότητα
ανελλιπώς = αδιάκοπα , ασταμα΄τητα , αδιάλειπτα αντ. περιοδικά
ανενδοίαστα = αδίσταχτα , απροκάλυπτα , αναμφίβολα
ανένδοτος = ανυποχώρητος , αμετάπειστος
ανεξαρτητοποίηση = αποδέσμευση , αυτονόμηση , απελευθέρωση αντ. δέσμευση
ανεπίτευκτος = ακατόρθωτος , ατελεσφόρητος , ανεπιτυχής , ανέφικτος
ανερμάτιστος = ανεφοδίαστος , ευμετάβολος , ασταθής αντ. ώριμος
ανερυθρίαστα = αδιάντροπα , ασυστόλως
ανέφικτος = ακατόθρωτος , ανεπίτευκτος , απλησίαστος
ανέχομαι = παραβλέπω , συγχωρώ , υπομένω , υποφέρω , εθελοτυφλώ
ανηλεής = άσπλαχνος , σκληρός αντ. ελεήμων
ανίερος = ανόσιος , βέβηλος
ανιχνεύω = ιχνηλατώ , αναζητώ , ερευνώ
ανοίκειος = ανάρμοστος , άπρεπος , ακατάλληλος , ασύμφωνος αντ. γνωστός
ανοικειότητα = απρέπεια , ασχημοσύνη , έλλειψη κοσμιότητας
αντιθέτω = αντιτάσσω , αντιπαραθέτω , αντιπαραβάλλω , παραλληλίζω
αντιλαμβάνομαι = καταλαβαίνω , κατανοώ , αισθάνομαι , συνειδητοποιώ
αντιλογία = αντίρρηση , αντιμίλημα , λογομαχία , αντίφαση αντ. συμφωνία
αντιμάχομαι = αντιπαλεύω , αντιτίθεμαι , αντιστέκομαι , αποστρέφομαι
αντίξοος = δύσκολος , δυσμενής , εχθρικός αντ. φιλικός
αντιπαθώ = απεχθάνομαι , αποστρέφομαι , μισώ
αντιπαραβάλλω = παραλληλίζω , αντιπαραθέτω
αντιπαράθεση = αντιπαραβολή , σύγκριση , παραλληλισμός
αντιπαραθέτω = αντιπαραβάλλω , συγκρίνω , παραλληλίζω αντ. συμφωνώ
αντιπαρατάσσομαι = εναντιώνομαι , αντιτάσσομαι
αντιπαρατάσσω = αντιτάσσω αντ. συντάσσω
αντιποίηση = οικειοποίηση , σφετερισμός
αντιποιούμαι = οικειοποιούμαι , σφετερίζομαι
αντιστήριγμα = υποστήριξη , βοήθεια , προάσπιση , προφύλαξη , προστασία
αντιτάσσομαι = εναντιώνομαι , αντιστέκομαι , αντιτίθεμαι
αντιτάσσω = αντιπαρατάσσω , αντικρούω
αντιτίθεμαι = αντενεργώ , αντιδρώ , αντιστρατεύομαι , αντιτάσσομαι , εναντιώνομαι αντ. συμφωνώ
ανυπέρβλητος = αξεπέραστος , ασυναγώνιστός , ακατανίκητος αντ. αντιμετωπίσιμος
ανυπερθέτως = ανυπέρβλητα , ασυναγώνιστα , ακατανίκητα , ασύγκριτα
ανυστεροβουλία = ειλικρίνεια , ανιδιοτέλεια
ανυστερόβουλος = ειλικρινής , ανιδιοτελής , καλόπιστος
αξιοκατάκριτος = αξιόμεμπτος , επιλήψιμος , επιμεμπτός
απάθεια = αδιαφορία , αναισθησία , αναλγησία αντ. ευαισθησία
απαθής = ασυγκίνητος , αδιάφορος , ανάλγητος , αναίσθητος
απαλείφω = διαγράφω , ακυρώνω , εξαλείφω
απαλοιφή = απάλειψη , εξάλειψη αντ. διατήρηση
απαράμιλλος = ανυπέρβλητος , ασύγκριτος , ασυναγώνιστος
απαρέγκλιτος = αυστηρός , αναλλοίωτος , άκαμπτος αντ. παρεκλίννων (λόγος)
απαρτίζω = συγκροτώ , συμπληρώνω , συναποτελώ
απάτη = δόλος , δολοπλοκία , μηχανορραφία , τέχνασμα , ραδιουργία , παραπλάνηση αντ. αλήθεια
απεγκλωβισμός = απελευθέρωση , αποδέσμευση
απεκδύομαι = αποβάλλω , απορρίπτω , απαρνιέμαι αντ. αποδέχομαι
απεραντολογώ = φλυαρώ , πολυλογώ
απεργάζομαι = αποτελειώνω , φροντίζω , εκτελώ , παράγω
απερίγραπτος = αφάνταστος , ανεκδιήγητος
απέριττα = απλά , λιτά
απέριττος = απλός , λιτός
απευκταίος = ανεπιθύμητος , δυσάρεστος
απέχθεια = αποστροφή , μίσος , εχθρότητα
απεχθής = αντιπαθής , μισητός αντ. αγαπητός
απηνής = αμείλικτος , σκληρός , αδυσώπητος , άτεγκτος
αποδεκατίζω = καταστρέφω , εξοντώνω , φθείρω , ελαττώνω σημαντικά
αποδεκατισμός = καταστροφή , εξόντωση , φθορά , μεγάλη ελάττωση
αποδέχομαι = δέχομαι , εγκρίνω , παραδέχομαι , υιοθετώ , επικροτώ , ασπάζομαι αντ. απορρίπτω
αποδιοπομπαίος = βδελυρός , απορριπτέος
αποδοχή = υιοθέτηση , έγκριση , παραδοχή , επικρότηση
απόθεμα = πλεόνασμα , παρακαταθήκη , περίσσευμα αντ. έλλειμμα
αποθεώνω = εκθειάζω , εγκωμιάζω , εξυμνώ
αποθέωση = εγκώμιο , εξύμνηση , εκθειασμός
αποποίηση = απόρριψη , άρνηση αντ. αποδοχή
αποπομπή = απομάκρυνση , εκδίωξη , αποτροπή
αποσκοπώ = αποβλέπω , σκοπεύω αντ. αντιτίθεμαι
αποσόβηση = απομάκρυνση , αποτροπή
αποσοβώ = απομακρύνω , αποτρέπω , διώχνω
αποστροφή = αντιπάθεια , απέχθεια , στροφή
αποσύνδεση = απομάκρυνση , αποχωρισμός
αποσύνθεση = διάλυση , διαφθορά
αποσυνθέτω = διαλύω , εξαρθρώνω
απότιση = πληρωμή , ανταπόδοση , τιμωρία
απότοκος = παρεπόμενος , επακόλουθος
αποτρόπαιος = αποκρουστικός , σιχαμερός
αποτύπωση = απεικόνιση , καταγραφή , χάραξη
αποχαλίνωση = ακολασία , διαφθορά , εξαχρείωση αντ. ηθικότητα
απόφθεγμα = ρήση , γνωμικό , παροιμία
αποψιλώνω = καταστρέφω , απογυμνώνω , αποστερώ
αποψίλωση = απογύμνωση , αποστέρηση , καταστροφή
απράγμονας = αδιάφορος , φιλήσυχος , αδρανής , άπραγος αντ. πολυπράγμονας
άπρεπος/ -ης = ανάρμοστος , αταίριαστος
απρονοησία = αμυαλιά , απερισκεψία αντ. προνοητικότητα , σύνεση
απρόσιτος = απλησίαστος , απροσπέλαστος , δυσνόητος
απρόσκοπτος = ανεμπόδιστος , χωρίς προσκόμματα , άμεμπτος
απροσπέλαστος = απρόσιτος , απλησίαστος
απρόσφορος = ακατάλληλος , ασύμφορος
άρδην = εξολοκλήρου , ολοσχερώς , εντελώς
αρτιότητα = ακεραιότητα , πληρότητα , τελειότητα
αρωγή = βοήθεια , ενίσχυση , συνδρομή , υποστήριξη , υπεράσπιση αντ. αδιαφορία
ασιτία = λιμοκτονία , πείνα
άσκοπα = αστόχαστα , ανόητα , επιπόλαια , μάταια
ασπάζομαι = εγκολπώνομαι , ενστερνίζομαι , επιδοκιμάζω , υιοθετώ , επικροτώ
άσπιλος = αμόλυντος , αγνός , άμεμπτος αντ. λερωμένος , διεφθαρμένος
άσπονδος = ανυποχώρητος , αδιάλλακτος , ασυμβίβαστος
αστάθμητος = απρόβλεπτος , ανεξέλεγκτος
αστείρευτα = ατελεύτητα , ανεξάντλητα
αστικοποίηση = αστυφιλία
ασυμφιλίωτος = αδιάλλακτος , ασυμβίβαστος
ασύστολα = ξεδιάντροπα , χωρίς αιδώ
ασχολούμαι = ενασχολούμαι , απασχολούμαι , επιδίδομαι , καταγίγνομαι
αταίριαστος = παράταιρος , ανάρμοστος αντ. κατάλληλος , αρμονικός
ατάσθαλος = ασεβής , άσεμνος , θρασύς , ασυνείδητος , ακατάστατος
άτεγκτος = σκληρός , άκαμπτος , ανηλεής αντ. διαλλακτικος
ατελεσφόρητος = άσκοπος , μάτιαος , άκαρπος
ατελής = ελλιπής , ελαττωματικός , αδασμολόγητος αντ. πλήρης , τέλειος
ατόπημα = σφάλμα , απρέπεια
αυθάδης = θρασύς , ιταμός , κυνικός , προπέτης
αυξάνω = διευρύνω , εμπλουτίζω , ενισχύω , εντείνω , επαυξάνω , επεκτίνω , επεκτείνω , επιτείνω , πολλαπλασιάζω
αυστηρός = άκαμπτος , τρεχύς , αλύγιστος , αμείλικτος , ανεπιεικής , πιεστικός
αυταπάρνηση = αυτοθυσία , αλτρουισμός
αυταρέσκεια = αυτοθαυμασμός , ναρκισσισμος
αυταρχικός = δεσοτικός , απολυταρχικός
αυταρχισμός = αυταρχικότητα , απολυταρχία
αυτεπίγνωση = αυτογνωσία , αυτοσυνειδησία
αυτόβουλος = οικειοθελής , εκούσιος αντ. αναγκαστικός
αφαίρεση = απόσπαση , αρπαγή , υπεξαίρεση , λαθροχειρία